Ἄμυρις

Ἄμυρις
Ἄμυρις
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αμυρίς — (amyris). Γένος αειφύλλων δέντρων ή θάμνων της οικογένειας των ρουτιδών, ιθαγενών της Κεντρικής Αμερικής και της Ινδίας. Έχουν φύλλα σύνθετα και, πιο σπάνια, απλά. Τα άνθη τους είναι λευκά και σχηματίζουν μασχαλιαίες ή επάκριες σταχυόμορφες… …   Dictionary of Greek

  • Άμυρις — (6ος αι. π.Χ.).Σοφός της αρχαιότητας. Πατέρας του Δαμάσου από τη Σίρι της Κάτω Ιταλίας, που ήταν ένας από τους μνηστήρες της Αγαρίστης, κόρης του Σικυώνιου τυράννου Κλεισθένη. Η Αγαρίστη παντρεύτηκε τελικά τον Μεγακλέα τον Αθηναίο (Ηρόδοτος, ΣΤ’… …   Dictionary of Greek

  • Ἀμύριος — Ἄμυρις fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄμυριν — Ἄμυρις fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”